- γυρνοβολώ
- (α) 1. μετ. сильно раскручивать;вертеть, крутить (что-л.); 2. αμετ. слоняться, ходить туда-сюда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυρνοβολώ — ( άω) 1. περιστρέφω κάτι συνεχώς και γρήγορα 3. στριφογυρίζω από δω κι αποκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυρνώ + βολώ < βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek